Η ομιλία του John Ιωαννίδη στο Φεστιβάλ Ηραία-Πυθαγόρεια

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Ιωάννης Π.Α. Ιωαννίδης
Ηραία Πυθαγόρεια, Σάμος, 5 Ιουλίου 2019
Σας ευχαριστώ για την ευγενική πρόσκληση να συμμετάσχω στα Ηραία Πυθαγόρεια και για την θερμή φιλοξενία στο πανέμορφο αυτό νησί. Η παρουσίασή μου θα έχει τρία μέρη. Τα δύο πρώτα είναι ένα κείμενο που έγραψα ειδικά για αυτή την περίσταση. Ξεκίνησα να το γράφω στο Στάνφορντ, συνέχισα στο Βερολίνο και στη Βιέννη, και ολοκλήρωσα τη δολιχοδρομία του στη Σάμο. Το τρίτο μέρος είναι κείμενα από το βιβλίο μου «Tractatus για την έκτη φήμη». Θα τα συνοδεύσω με φωτογραφίες κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων που μεγαλουργήσανε μακριά από την Ελλάδα. Στην πορεία θα φανεί ελπίζω το κατά πόσο κολλάνε αυτά, γιατί και πώς.  
Μέρος πρώτο: «Αγαπημένη», μα τι λέξη κι αυτή!
Για κάθε επιστήμονα με μαθηματικές ευαισθησίες που έρχεται στη Σάμο, ο Πυθαγόρας είναι κάτι αναπόφευκτο, κάτι σαν διόδια που πρέπει να αναγνωρίσεις και να πληρώσεις, είτε φτάνεις δια αέρος είτε δια θαλάσσης. Δεν υπάρχει τρόπος να τον παρακάμψεις. Κι αν πας κάπως να ξεφύγεις το αντίτιμο αυτών των πανάρχαιων διοδίων, σου θυμίζουν ότι «κύριε Ιωαννίδη, η ομιλία σας θα γίνει (πού αλλού) στο Πυθαγόρειο».  
Για τον Πυθαγόρα, δεν ξέρουμε τίποτε με σιγουριά, ενώ ταυτόχρονα έχουμε αμέτρητα ανέκδοτα και φημολογίες. Μπορεί όλα όσα ξέρουμε να είναι λάθος, ψέματα, παραποιήσεις, παραχαράξεις, fake news. Τίποτε δεν σώζεται από κάποιο πρωτότυπο έργο του, ούτε μια γραμμή. Ότι ξέρουμε το ξέρουμε από άλλους που μιλάνε για αυτόν. Γνωρίζουμε για τη ζωή του και για τις θέσεις του κυρίως από είρωνες που τον κοροϊδεύανε και παραμορφώνανε τις ιδέες του, από αντιπάλους που τον φθονούσαν, από θαυμαστές που τον λατρεύανε άκριτα χωρίς μάλλον να τον πολυκαταλαβαίνουν, από σχολιαστές που τα σχόλιά τους υπερκαλύψανε το αρχικό έργο, από απολογητές που μάλλον έγραφαν απολογίες για τις δικές τους δοξασίες, από μέτριους θρησκόληπτους που προβάλλανε πάνω στον Σάμιο σοφό τη δικιά τους δεισιδαιμονία. Πάμπολλες βιογραφίες γράφτηκαν, οι περισσότερες χαμένες. Αυτές που επιβιώνουν είναι μάλλον αρκετά αναξιόπιστες. Συμμαχούν με τον μύθο εναντίον του αληθινού προσώπου. Είναι αβέβαιο τι ακριβώς ήταν αυτό το πρόσωπο. Μαθηματικός, επιστήμονας, φιλόσοφος, ηγέτης, υπνωτιστής ψυχών, ένα δικαιολογημένα διογκωμένο Εγώ και υπερπλαστικό Υπερεγώ, ένα ασυνήθιστο μυαλό, κάτι από όλα αυτά, ίσως όλα αυτά, ίσως τίποτε από όλα αυτά. 
Λένε πώς ταξίδεψε και έμαθε από τους σοφούς Αιγύπτιους, τους λαβυρινθικούς Κρήτες, τους Πέρσες μάγους, τους Κέλτες δρυίδες, τους Εβραίους ραββίνους, τους σκοτεινούς Ίβηρες, τους αστροκαταγραφείς Χαλδαίους, τους ποντοπόρους Φοίνικες, και τους απόμακρους Ινδούς. Ίσως όμως δεν πραγματοποίησε κανένα από όλα αυτά τα φημολογούμενα ταξίδια. Σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο που κατέφυγε πρόσφυγας από την Αλικαρνασσό στη Σάμο και που όντως περιηγήθηκε και περιπλανήθηκε πολύ, ο Πυθαγόρας στη νεότητά του μπορεί και να ταξίδεψε μόνον στο μυαλό του, εκεί που γίνονται τα πλέον μακρινά, απαιτητικά και επικίνδυνα ταξίδια. 
Από τα λίγα που είναι βέβαια, γεννήθηκε εδώ στη Σάμο. Επίσης από τα λίγα βεβαιωμένα, έφυγε από τη Σάμο το 530 π.Χ. όταν ήταν περίπου 40 ετών. Πήγε στον Κρότωνα, στην άλλη άκρη του κόσμου. Κάτι σαν να λέμε Νέα Υόρκη, ή και πιο μακριά, Καλιφόρνια ή Αυστραλία. Δεν έφυγε νέος, έφυγε όταν είχε δημιουργήσει ήδη ένα ισχυρό αποτύπωμα του έργου και του βίου του σε αυτό το νησί.  
Έφυγε οικοιοθελώς; Τον διώξανε οι οπαδοί της τυρρανίας; Τον διώξανε οι μοχθηροί δημοκράτες που δεν ανέχονταν την αριστεία του; Αναγκάστηκε να φύγει; Απέτυχε στην πατρίδα του ή πέτυχε τόσο πολύ που δεν άντεχε άλλες επιτυχίες μέσα στο αγγελικό και μαύρο φως της γενέθλιας Πόλης; Έβλεπε τον κίνδυνο από μια γιγαντιαία αυτοκρατορία που βάραινε με τη δεσποτική σκιά της λίγα χιλιόμετρα από τις ακτές του νησιού του; Ακριβώς πάνω στην κορύφωση της ακμής της Σάμου, των μεγάλων έργων του Ευπαλίνου, όταν το Ηραίο γίνεται ο μεγαλύτερος ναός στα ελληνικά νησιά, τα βροντάει από κάτω, σηκώνεται και φεύγει. Προέβλεπε άραγε πώς σε μια δεκαετία ο εμφύλιος θα σπάραζε το νησί του, ότι το σώμα του Πολυκράτη θα υψωνότανε ανασκολοπισμένο και σταυρωμένο κάτω από τον ήλιο, ότι η Σάμος θα γινότανε μια περσική αποφυάδα; Έβλεπε ήδη την ερήμωση και τον εξανδραποδισμό που ερχότανε να σπαράξει τους συμπολίτες του; Αυτά σκέφτομαι αλλάζοντας σταθμούς στο ραδιόφωνο ενώ οδηγώ από το Βαθύ προς το Καρλόβασι. Πέφτω πάνω σε δεκάδες σταθμούς που μιλάνε ή τραγουδάνε τουρκικά ή αμερικάνικα, ούτε έναν ελληνικό. Ίσως όμως κάποιος από τους σταθμούς με αμερικάνικη μουσική να είναι και ελληνικός. Η θέα προς τη θάλασσα είναι υπνωτική, πάει να με μυήσει σε μια περίεργη, ακατανόμαστη θρησκεία. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι αμίλητο, αλλά τα καταλαβαίνω όλα όσα θέλει να πει.  Όταν συναντιόμαστε ποτέ δεν μιλάμε ο ένας στον άλλο, απλώς κοιταζόμαστε. 
Στον Κρότωνα πάλι, μετά από μια επιτυχημένη (επιτυχημένη άραγε;) καριέρα, εκδιώχθηκε, δολοφονήθηκε ή και τα δύο; Είναι αλήθεια ότι οι χουλιγκάνοι οπαδοί της δημοκρατίας βάλανε φωτιά στο κτίριο όπου μαζευότανε η σχολή του; Ότι οι μαθητές του πέσανε κάτω να καούνε για να πατήσει επάνω στα στρωμένα κορμιά τους, να μείνει στο απυρόβλητο, να γλυτώσει άκαυτος στο Μεταπόντιο; Είχε την τύχη να διαθέτει και μαθητές που τον σέβονταν τόσο πολύ; Αυτό ειδικά δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Συνήθως οι μαθητές σου, όσοι ευεργέτησες, είναι οι πρώτοι που σε προδίδουν και σε ρίχνουν στην πυρά. Είναι αλήθεια ότι αυτοκτόνησε από τη θλίψη του; Είναι αλήθεια ότι πέθανε αποκλεισμένος σε ένα ιερό, από πείνα; Τι είναι αλήθεια; Το μόνο βέβαιο πάλι, είναι ότι δεν επέστρεψε ποτέ στη Σάμο, στην αγαπημένη του Σάμο. Υπερβάλλω όταν προσθέτω αυτό το επίθετο, «αγαπημένη»;
Ένας από αυτούς που αναφέρονται στους Πυθαγόρειους (στους «ιταλικούς πυθαγόρειους» χαρακτηριστικά στα Μετεωρολογικά) είναι και ο Αριστοτέλης. Μάλλον έγραψε και ξεχωριστό βιβλίο για τον Πυθαγόρα και τη σχολή του, αλλά δεν σώθηκε τίποτε. Σε αντίθεση με τον Σάμιο σοφό όμως, κάτι διασώθηκε από το έργο του Αριστοτέλη. Όχι από το σοβαρό του έργο, αυτό που θέλησε να δημοσιεύσει. Κανένα από τα έργα που ο Αριστοτέλης είχε εγκρίνει και είχε αποδεχτεί να φέρουν το όνομά του σε ευρεία δημόσια κυκλοφορία δεν σώθηκε. Πιθανότατα αυτά τα αξιόλογα έργα ήταν χαρισματικοί διάλογοι, όπως του Πλάτωνα. Ότι σώθηκε από τον Αριστοτέλη ήταν μάλλον πολύ πιο βαρετές σημειώσεις για τα μαθήματα - κάτι σαν σοσάρια ή πρόχειρα επεξηγηματικά e-mail για τα σημερινά δεδομένα. Αυτές τις ατελείς και πρόχειρες σημειώσεις ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος τις μάζεψε και τις περιποιήθηκε (ή τις παραμόρφωσε) για να μοιάζουν με κανονικά βιβλία. Είναι αμφίβολο αν ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε να εκδοθούν δημόσια.
Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ίσως ο Αριστοτέλης είχε κυρίως τη στόφα ποιητή σε αυτούς τους χαμένους διαλόγους. Σκέφτομαι ότι ίσως να ήταν καλύτερος ποιητής κι από τον τόσο ποιητικό, διαλογικό Πλάτωνα. Γιατί οι καλύτεροι ποιητές δεν γράφουν ποιήματα, στίχους και σαχλαμάρες, γράφουν άλλα κείμενα - ποιητικά. Γιατί μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να γράψει την Ποιητική. Παρενθετικά, μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε μοχθηρά και να αποκλείσει στην ιδανική του Πολιτεία όλους τους άλλους ποιητές, όπως έκανε ο Πλάτωνας. Κατά βάθος, κανένας μεγάλος ποιητής δεν μπορεί να αποδεχτεί την ύπαρξη άλλου ποιητή δίπλα του. Οι μεγάλοι ποιητές είναι σαν τα άλφα-αρσενικά ζώα. 
Μήπως τελικά αυτή ήταν η μεγαλύτερη αδικία; Ότι ο Αριστοτέλης μεταμορφώθηκε από μια ποιητική επιστημονική μεγαλοφυία σε έναν σταράτο, μάλλον στεγνό δήμιο με το τσεκούρι της λογικής, πρότυπο της ex cathedra τηβενοφόρου επιστημοσύνης για πολλούς αιώνες; Ο Αριστοτέλης θα ήθελε άραγε να είναι ο καθ’ ημάς Αριστοτέλης; 
Για τη ζωή του επίσης ξέρουμε ελάχιστα. Ξανά παραμορφωμένα από μεταγενέστερους και διαποτισμένα από τους σύγχρονούς του και τη μιζέρια τους. Ξέρουμε ότι η πόλη που γεννήθηκε καταστράφηκε στο πλαίσιο μιας πολιτικής διένεξης για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην Ελλάδα. Ξέρουμε ότι τον κατηγορήσανε για ιεροσυλία, για να τον εξοντώσουν. Το διεφθαρμένο ιερατείο ανέκαθεν ήταν πανίσχυρο στην ιστορία του ελληνισμού. Είχε το κοσμικό κράτος στο τσεπάκι του ράσου του. Περιτυλιγμένα σε μια θρησκευτική ευσεβιστική γαρνιτούρα, τα κίνητρα για την εξόντωση του Αριστοτέλη ήταν μάλλον τιποτένιος πολιτικός φανατισμός. Μια άρρωστη δημοκρατία φυτοζωούσε ασήμαντη, αδύναμη να αλλάξει τον κόσμο ή έστω να ελέγξει στοιχειωδώς την τύχη της. Με πολίτες ληθαργικούς και παραιτημένους, έτοιμους να ψηφίσουν οτιδήποτε κι οποιονδήποτε μετά το τέλος της εποχής των πραγματικών δημοκρατιών. Η Αθήνα ήταν στα χαρτιά ακόμα δημοκρατία, αλλά ουσιαστικά αλλού λαμβάνονταν οι αποφάσεις. Ξέρουμε ότι δραπέτευσε στη Χαλκίδα. Αυτοκτόνησε, τον δολοφονήσανε, ή πέθανε από τη θλίψη του κι αυτός; Δεν επέστρεψε στην αγαπημένη του πόλη. Υπερβάλλω όταν προσθέτω αυτό το επίθετο, «αγαπημένη»;  
Περίπου την ίδια εποχή που ο Αριστοτέλης αυτοεξοριζότανε από την Αθήνα και πέθαινε στην Χαλκίδα, μέσα σε αντίστοιχο πολιτικό αλαφούζιο η οικογένεια του Επίκουρου εξοριζότανε από τη Σάμο στις αντικρινές Κλαζομενές. Ο Επίκουρος δεν ήταν επιστήμονας, αλλά ίσως άγγιξε περισσότερο από κανέναν άλλο τις παρυφές της εμπειρικής, θετικής επιστήμης (όπως αυτή τελικά στηρίχτηκε επάνω του για να ξεκινήσει με την Royal Society και τον Robert Boyle τον δέκατο έβδομο αιώνα). Προσπάθησε να στήσει σχολές στην Μυτιλήνη και στην Λάμψακο. Φαίνεται ότι δημιούργησε έχθρες, κυνηγήθηκε, εκδιώχτηκε κι από εκεί. Κατέληξε στην Αθήνα. Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην αγαπημένη του πόλη. Υπερβάλλω όταν προσθέτω αυτό το επίθετο, «αγαπημένη»;
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος μάλλον δεν διώχτηκε και δεν δολοφονήθηκε για τις αιρετικές επιστημονικές του θέσεις ότι (άκουσον, άκουσον, αν είναι ποτέ δυνατόν), η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Όμως το βιβλίο του που παρουσίασε την ηλιοκεντρική υπόθεση, χάθηκε. Μια αναφορά ότι κατηγορήθηκε κι αυτός για ασέβεια, μάλλον είναι fake news. Ο Αρίσταρχος απλώς αγνοήθηκε. Όπω αγνοούνται και σήμερα οι επιστήμονες όταν μιλάνε, ακόμα και για τα πλέον εμφανέστερα πράγματα, π.χ. για την κλιματική αλλαγή ή για ένα δισεκατομμύριο θανάτους από το κάπνισμα. Την ηλιοκεντρική υπόθεση του Αρίσταρχου την διέσωσε ο Αρχιμήδης. Εκείνος – για να μην χαλάμε την παράδοση που θέλει τους κορυφαίους επιστήμονες να εξοντώνονται = δολοφονήθηκε από έναν ανεγκέφαλο στην άλωση των Συρακουσών. Ο Αρίσταρχος γεννήθηκε στην Σάμο, αλλά μάλλον αλλού απέκτησε την επιστημονική του κατάρτιση ή καριέρα, μάλλον στην Αλεξάνδρεια, στο παράρτημα του Λύκειου ή/και στο Μουσείο. Έπρεπε να πάει αλλού για να γίνει σοβαρός επιστήμονας. Μπόρεσε άραγε να επιστρέψει στην αγαπημένη του πόλη; Υπερβάλλω όταν προσθέτω αυτό το επίθετο, «αγαπημένη»; 
Μέρος Δεύτερο: Μνήμες του ήδη περασμένου καλοκαιριού που διανύουμε
Έχω να κατεβάσω φωτογραφίες δακεκριμένων επιστημόνων. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες ήμουν πνιγμένος, βρέθηκα σε 7 πόλεις για διαλέξεις και επιστημονικές συνεργασίες, δεν πρόλαβα να τους κατεβάσω όλους αυτούς που ήθελα να σας δείξω. Η σύνδεση wi-fi δεν λειτουργεί καλά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Ποτοκάκι. Θα κατέβω στο lobby να κατεβάσω τους υπόλοιπους. Ρωτάω τη Δεσποινα τι θα κάνει. «Θα δω λίγο εκλογές», απαντά. Κάνει ζάππινγκ στην τηλεόραση. Αμέτρητοι απατεώνες όλων των κομμάτων διαδέχονται ο ένας τον άλλον μέσα σε ένα λεπτό. Μοιάζουν με τις ψυχές των νεκρών στην Νέκυια, όταν ο Οδυσσέας ρίχνει λίγο αίμα για μίζα στον λάκκο. Ο λάκκος ανακατεμένος. Τα παλιά σκουπίδια ανταγωνίζονται με τα καινούργια για το ποια θα βγούνε πρώτα κι αυτοδύναμα στην επιφάνεια της διακομματικής χωματερής. Δεν μπορώ να το ανεχτώ αυτό το μαριονετοθέαμα πάνω από ένα λεπτό. «Με πιάνει εμετός», λέω. «Κι εμένα», απαντά η Δέσποινα. «Μήπως πάθαμε ηλίαση τόση ώρα σήμερα έξω κατακαλόκαιρο;»      
Εδώ και αρκετά χρόνια, στα τρία τελευταία μου βιβλία, τις «Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής», το «Tractatus για την έκτη φήμη» και τα «Μετά τα αφύσικα», ενσωματώνω δεδομένα σχετικά με κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες της σύγχρονης εποχής. Ίσως φαίνεται περίεργο μέσα σε κείμενα που μάλλον ταξινομούνται στην ποίηση και την ευρύτερη λογοτεχνία να εμφανίζεται αυτή η τεχνοκρατική παρείσφρυση. Το βρίσκω απόλυτα λογικό. Με την επιστήμη ασχολούμαι καθημερινά. Αν ήμουν ανθοπώλης, ίσως η ποίησή μου θα δικαιούτο να μιλάει κυρίως για τριαντάφυλλα, μενεξέδες και γαρδένιες. Αν ήμουν μηχανοδηγός, θα έπρεπε να συγγράφω για συρμούς και βαγόνια. Είμαι (ή προσπαθώ τουλάχιστον) να γίνω επιστήμονας, είδος προς εξόντωση.  
Τα δεδομένα ελπίζω να είναι γνωστά πλέον. Έχω βαρεθεί κι εγώ ο ίδιος να τα αναφέρω, εσείς δεν με βαρεθήκατε; Εν συνόψει. Στους κορυφαίους επιστήμονες, το ποσοστό ελληνικών ονομάτων πλησιάζει το 3%, είκοσι φορές περισσότερο από το ποσοστό των Ελλήνων στην υφήλιο. Ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες, το 90% που είναι εν ζωή βρίσκονται στο εξωτερικό και το 97% έχουν κάνει το σημαντικότερο έργο τους στο εξωτερικό. Από τους 40 επιστήμονες με το μεγαλύτερο συνολικό αριθμό επιστημονικών αναφορών που ζουν ακόμα, μόνο ένας βρίσκεται κυρίως στην Ελλάδα (συνταξιοδοτημένος), αλλά ακόμα κι αυτός έχει κάνει το μεγαλύτερο έργο του στις ΗΠΑ. Οι 34/40 (85%) βρίσκονται στις ΗΠΑ και οι 35/40 (88%) έχουν κάνει το μεγαλύτερο έργο τους στις ΗΠΑ. 
Στο τελευταίο μέρος της ομιλίας μου, θα σας διαβάσω λοιπόν μερικά κείμενα από τα βιβλία μου. Ταυτόχρονα με την ανάγνωση, θα σας δείχνω στο PowerPoint φωτογραφίες από κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες που έχουν ήδη πεθάνει. Υπάρχουν εκατοντάδες άλλοι με αντίστοιχα σημαντικό έργο που ζούνε ακόμα. Οι περισσότεροι στο εξωτερικό, κάποιοι εξοντώνονται στην Ελλάδα. Η επιστήμη εξάλλου είναι παγκόσμια, και η μόνη ιθαγένεια που πρέπει να αναγνωρίζει είναι η ανθρώπινη. Τις βιογραφίες και νεκρολογίες των νεκρών Ελλήνων επιστημόνων και τα ονόματα των ζωντανών θα τα βρείτε στα βιβλία μου. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να καλύψω εδώ, σε λίγα λεπτά, ένα απειροελάχιστο κoμμάτι από το έργο τους και τη ζωή τους. Αντιθέτως τα κείμενα που θα σας διαβάσω μιλούν για όλους αυτούς ταυτόχρονα. Για όλους εμάς, για όλους σας. Είναι κάτι σαν ένας συλλογικός εορτασμός ή σαν ένα συλλογικό μνημόσυνο. Ένας εορτασμός για τους πεθαμένους. Ένα μνημόσυνο για τους ζωντανούς. Για τους ζωντανούς που βρίσκονται μακριά από την αγαπημένη τους πόλη. Υπερβάλλω όταν προσθέτω αυτό το επίθετο, «αγαπημένη»;
Στο lobby του ξενοδοχείου έχουν κλείσει τα φώτα – περασμένα μεσάνυχτα. Έχει σκοτάδι. Θεέ μου, η θάλασσα είναι στα τριάντα βήματα. Θα ‘χει κι αστέρια. Ποιος το αντέχει να κατεβάζει στο σκοτάδι φωτογραφίες πεθαμένων επιστημόνων από το διαδίκτυο όταν είναι στη Σάμο, τριάντα βήματα από τη θάλασσα κι έχει κι αστέρια; Ας τους δείξω λιγότερους. Ας μην τους δείξω όλους. Εξάλλου ποιος νοιάζεται για επιστήμη κι επιστήμονες; Ξέχνα το, φίλε μου. Ποιος νοιάζεται για ποίηση; Ξέχνα το, σου λέω. Ποιος νοιάζεται για οτιδήποτε πλέον; Η θάλασσα είναι στα τριάντα βήματα. Ποιος το αντέχει να μείνει στο σκοτάδι; Προχωρώ λοιπόν αυτά τα τριάντα βήματα. Βγαίνω έξω, περνάω τον έρημο δρόμο, προχωράω στην παραλία. Ο γνώριμος ήχος, αυτή η φρικτή μηχανορραφία του φλοίσβου. Κι αυτή η υπέροχη αυταπάτη ελευθερίας που σκαρφίζεται το ψιλό βότσαλο κάτω από τα πέλματα. Τώρα πλέον είμαι ένα βήμα από το νερό. Έχει όντως κι αστέρια. Αλλά έχει και σκοτάδι. Έχει μάλιστα περισσότερο σκοτάδι εδώ. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Πρέπει να έχει πολύ σκοτάδι αναπόφευκτα εδώ. Αφού βρίσκομαι σε αγαπημένη πόλη.  
Μέρος τρίτο: Δώδεκα παραλογές από το Tractatus για την Έκτη Φήμη  
Παραλογή 1: Μην επιστρέψεις σε πόλη που δέχτηκε το φθινόπωρο σαν επιλογή

Μην επιστρέψεις σε πόλη που δέχτηκε το φθινόπωρο σαν μια από τις τέσσερις εποχές, θα το καταλάβεις εξ άλλου το λάθος αν βρεθείς εκεί, το ποτάμι θα κυλάει πάνω απ’ το δρόμο, ο δρόμος θα κυλάει πάνω από το δάσος, ένα δάσος υπόσκαφο, προβολείς αυτοκινήτων θα σε αντιπαρέρχονται ταχύτατα θεωρώντας πως εσύ η ίδια είσαι η καταχνιά που πρέπει να διαλύσουν, ο ουρανός θα εντοπίζεται στο τέταρτο υπόγειο γκαράζ, όσο ψηλά και να σηκώσεις το κεφάλι σου δεν θα ‘χει τέλος, η ομίχλη στο πέμπτο υπόγειο, εκεί που χάνονται οι κορυφές των ουρανοξυστών στο ροδαλό σκοτάδι, στο έκτο υπόγειο πάλι το ποτάμι (πόσο γρήγορα κάλυψε τη διαδρομή), λιγότερο πια, το εξαντλούν σε πίδακες, σε δοχεία, σε αρύβαλλους, σε μια μάνικα πυρόσβεσης, το πίνουν οι φωτισμένοι τοίχοι που καίγονται από τη βροχή, από τη μαυριδερή βροχή που είναι σαν δάκρυα αφημένη στα αλουμινένια σώματα των καταδικασθέντων χορευτών, εκείνοι το λένε αμίλητο νερό, υγρό εμπόδιο, υπόλειμμα, βάσανο, εικόνισμα σε περιοδεία, veracity, ιμάντα, περιοχή του άλλοθι, περισπωμένη σε ατονικό σύστημα, mendacity, ολοφυρμό, crépuscule, μιλιαρέσιο, αναδεκτόν, αντίφωνο, la dame perdue du Périgord, κεκρουστό, παράλιο φευγιό, αντίδοτο, κι αφορμή για εκεχυρεία, μην επιστρέψεις σε πόλη που δέχτηκε το φθινόπωρο σαν επιλογή    

Παραλογή 21: Σημείωμα ιστορικού προς τον εαυτό του

Η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση απαρτίζονταν από εκπληκτικά ασύδοτους απατεώνες και παραχαράκτες, η υπόλοιπη αντιπολίτευση διέθετε μόνο ταλαίπωρους απατεώνες και παραχαράκτες, τα εξωκοινοβουλευτικά κόμματα και κομματίδια ενσωματώνανε ποικιλότροπους αδέσποτους απατεώνες και παραχαράκτες, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε κατακλυστεί αποκλειστικά από πλεονεκτικά ακόρεστους απατέωνες και παραχαράκτες, στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς μιλάγανε μόνο ετοιμόλογοι απατεώνες και παραχαράκτες, στις εφημερίδες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκφράζανε τις γνώμες τους και αρθογραφούσαν τις ιδέες τους αποκλειστικά πολυγραφότατοι απατεώνες και παραχαράκτες, στα δικαστήρια δικηγόροι και δικαστές ήταν δεδηλωμένοι απατεώνες και παραχαράκτες, στα της τέχνης δημοσιεύανε και διαδίδανε τα έργα τους μόνο ανθυποδημιουργικοί απατεώνες και παραχαράκτες, στην επιστήμη διαπρέπανε μόνο ευφυολόγοι απατεώνες και παραχαράκτες, οι κοινωνικοί λειτουργοί ήταν όλοι αμετροεπείς απατεώνες και παραχαράκτες, τα σώματα ασφαλείας και όλοι οι αντικαθεστωτικοί ήταν κραυγαλέοι απατεώνες και παραχαράκτες μηδενός εξαιρουμένου, στις δεξιώσεις και στις βραβεύσεις δεξιώνονταν και βραβεύονταν μόνο κορυφαίοι απατεώνες και παραχαράκτες, στις μεγάλες επιχειρήσεις και στα έκτακτα εγχειρήματα καινοτομίας πρωτοστατούσαν δικτυωμένοι απατεώνες και παραχαράκτες, οι συνήγοροι του πολίτη ήταν σεσημασμένοι απατεώνες και παραχαράκτες, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις στελεχώνονταν εξ ολοκλήρου από έμπειρους απατεώνες και παραχαράκτες, η ακαδημαϊκή ηγεσία μετρούσε στα μέλη της μόνο διαπρεπείς απατεώνες και παραχαράκτες. Όσο κι αν προσπάθησα να τους αναχαιτίσω, οι απανταχού απατεώνες και οι παραχαράκτες είχαν καπελώσει και το Λόγο και τον Αντίλογο για λογαριασμό τους, είχα ηττηθεί κατά κράτος. Μια μέρα διαπίστωσα ότι ο κεντρικός σταθμός του μετρό είχε αλλάξει όνομα και είχε μετονομαστεί προς τιμήν ενός πεθαμένου απατεώνα και παραχαράκτη. Στον τοίχο είχε αναρτηθεί μια γιγαντιαία πολύχρωμη αφίσα με τη μορφή του ψόφιου απατεώνα και παραχαράκτη να χαιρετάει χαμογελαστός μπροστά στα ερείπια ενός αρχαίου ναού. Την επόμενη μέρα το μεγάλο θέατρο της πόλης μετονομάστηκε προς τιμήν ενός άλλου μακαρίτη απατεώνα και παραχαράκτη. Δυο μέρες αργότερα στην κεντρική πλατεία αναγέρθηκε ο μαρμάρινος αδριάντας ενός τρίτου αποδημήσαντος απατεώνα και παραχαράκτη.  Ακολούθησαν τα εγκαίνια του νέου αεροδρομίου προς τιμήν έτερου προ πολλού τετελευτότα απατεώνα και παραχαράκτη. Το ολυμπιακό στάδιο τίμησε μετά κι αυτό κάποιον απ’ τους πλέον πολυτάλαντους αλλοτινούς απατεώνες και παραχαράκτες. Πολύ σύντομα είχαν δοθεί τα ονόματα νεκρών απατεώνων και παραχαρακτών σε όλους τους σταθμούς του μετρό, σε όλα τα θέατρα, σε όλες τις πλατείες, σε όλα τα αεροδρόμια, σε όλα τα στάδια, αλλά και στα συνεδριακά κέντρα, στις αίθουσες εκδηλώσεων, στα λιμάνια, στους σταθμούς του τρένου, στα προπονητικά κέντρα και στα συνοικιακά γυμναστήρια, στα διοικητικά κτίρια, στα αμφιθέατρα και στις φοιτητικές εστίες των πανεπιστημίων, σε όλα λίγο πολύ τα σημαίνοντα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Με ονόματα βρυκολακιασμένων απατεώνων και παραχαρακτών αναβαπτίστηκαν επίσης αρχικά οι μεγάλες λεωφόροι, μετά και οι δευτερεύοντες δρόμοι, πολύ σύντομα μέχρι και ο τελευταίος παράδρομος έφερε το όνομα κάποιου εκταφέντος απατεώνα και παραχαράκτη. Ανδριάντες, προτομές, μνημεία και αφιερώματα για πάλαι αποτεφρωμένους απατεώνες και παραχαράκτες τοποθετήθηκαν σε κάθε συνοικία, σε κάθε πλατεία, σε κάθε ακάλυπτο χώρο, σε κάθε φωταγωγό πολυκατοικίας. Οι τιμητικές εκδηλώσεις για τους πρώην, νυν και μέλλοντες απατεώνες και παραχαράκτες έγιναν πιο συχνές. Σύντομα οι μόνες εκδηλώσεις που ήταν επιτρεπτές στην πολιτεία ήταν αυτές που υποχρεωτικά έπρεπε να εξυμνήσουν τους μέλλοντες, νυν και πρώην απατεώνες και παραχαράκτες. Όλα αυτά ήταν όχι μόνο αποδεκτά, αλλά και θεμιτά και ευρέως κατανοητά και σεβαστά με κάθε ειλικρίνεια από όλους τους πολίτες και χωρίς να ασκηθεί καμία βία ή πίεση ή καταναγκασμός. Στη χώρα κατοικούσαν πλέον μόνο απατεώνες και παραχαράκτες.  Κι εγώ που αντιστάθηκα και προσπάθησα και πολέμησα και κατέγραψα σήμερα λάθρα, κρυφίως και μετά κινδύνων πολλών όλα αυτά τα λυπηρά συμβάντα σήμερα, μήπως και κάτι διασωθεί από την αλήθεια στο μέλλον, έχω γίνει (τι άλλο θα μπορούσα να γινόμουν στις μέρες μου;) άλλος ένας απατεώνας και παραχαράκτης.    

Παραλογή 28: Εντόπιση φιλικά προσκείμενων προσώπων και κλείδωμά τους στο στόχαστρο των ηλεκτρονικών συστημάτων

Στις 4 πριν τα χαράματα ακούγεται κλασική μουσική κατά μήκος όλων των συνόρων της  Κίνας, φροντίζει γι’ αυτήν την ολονυχτία ο εκφωνητής που ξέχασες σαν άπλυτο πιάτο στην κουζίνα και η οικογένεια ρακούν που βρήκε τρόπο να εισέλθει στη σοφίτα και τρέχει με ποδοβολητό πίσω από τις μετόπες και τα τρίγλυφα του Εκατόμπεδου ναού της Αθηνάς. Τα ρακούν είναι ζωντανά, οι ναοί δεν είναι, πρόσεξε τοιγαρούν ποιανού το μέρος θα πάρεις με σύνεση. Αυτή τη φορά ακινητοποιείς τους φίλους σου στις γεωγραφικές τους συντεταγμένες, δεν τους αφήνεις να κουνήσουν ρούπι, δεν ξέρουν αν  θέλεις να τους ζωγραφίσεις το πορτραίτο, αν τους έχεις στήσει με κάθε φιλική διάθεση στο εκτελεστικό απόσπασμα, αν θέλεις να τους στοχεύσει ο Γουλιέλμος Τέλλος με το δοξάρι του για να τους ηρωοποιήσει ή αν πρόκειται για μια καθιστική διαμαρτυρία εναντίον του χρόνου.  Είναι εκεί πάντως, στο Rochester στη Bethesda στο Brooklyn στο Sudbury στην Uppsala στο Reading στα Ιωάννινα στη Βουλιαγμένη στο Μαρούσι στο Chieti στην Atlanta στο Vancouver στην Copenhagen στη Basel στο Hamilton στο Berkeley κι εδώ παραδίπλα μέσα στο Stanford ή πενήντα μέτρα απ’ την El Camino ή στο Atherton αλλά και στο Μαραθώνα και στο Ψυχικό στο Παγκράτι στη Μυτιλήνη (διόρθωσε: στον κόλπο της Γέρας) ίσως και στη Firenze και στη Haifa και δίπλα στο Gare du Nord και στις Ramblas. Τους πέτυχες να περπατούν παραζαλισμένοι δίπλα σε κλουβιά βουβαμένων ωδικών πτηνών κι άλλους να φωνάξουν πανικόβλητοι Dixit Dixit Dixit τονίζοντας τις συλλαβές όπως τους υπόδειξε ο ίδιος ο Georg Friedrich σαν να μας καταδικάζουν έναν έναν όλους εμάς που νομίσαμε ότι θα ζήσουμε ευτυχισμένοι στα παραλίμνια βούρλα μιας σάπιας πόλης σαν να μην έγινε τίποτα. Τους πέτυχες να αγοράζουν μαύρες καλοψημένες γλαδιόλες από τα ψητοπωλεία κι άλλους να εκχιονίζουν τη μνήμη τους μετά το κραχ της αγοράς του χρόνου κι άλλους να ξύνουν το μολύβι τους για να υπογραμμίσουν στίχους του Percy Bysshe Shelley πριν πάνε κι αυτοί να πνιγούν κι άλλους να κλειδώνουν πίσω τους την πόρτα σε μπαρόκ εσωτερικές αυλές στη via dei Gracchi κι άλλους να βγάζουν σπρώχνοντας το μισό κρεβάτι τους ή ολόκληρο το πιάνο τους έξω απ’ το παράθυρο κι άλλους να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους στους αρμόδιους φορείς κι άλλους να υποβάλλουν τις αιτήσεις τους στους αναρμόδιους φορείς κι άλλους να βιντεοσκοπούν τη γαλάζια θάλασσα την ώρα που αμαρτάνει κι άλλους να παρκάρουν το πολτοποιημένο αυτοκίνητό τους έξω απ’ το ίδιο ζαχαροπλαστείο, το ίδιο σπίτι, τον ίδιο χιονάνθρωπο, το ίδιο πορτατίφ, τους ίδιους κατηφέδες, τα ίδια ολυμπιακά έργα, τα ίδια ορφανοτροφεία, τα ίδια ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, τα ίδια εξορυγμένα θεμέλια, τα ίδια μέγαρα χορωδιών, τα ίδια μουσεία σύγχρονης τέχνης. Τους κλείδωσες όλους στο στόχαστρο των ηλεκτρονικών συστημάτων σου, δεν σου γλυτώνουν με τίποτα πλέον. Κι όμως σε συμβουλέυω να μην πατήσεις τη σκανδάλη. Λάθος στόχευσες. Δεν ξέρω πότε θα πεθάνεις, όμως το ίδιο λεπτό θα πεθάνουν μαζί σου διακόσιοι άνθρωποι που δεν γνώρισες ποτέ. Εκείνους έπρεπε να στοχεύσεις. Ποτέ δεν είναι αργά να τους γνωρίσεις.    

Παραλογή 41: Αλεξιθυμικοί executives 

Από ψηλά το διαπίστωσα: μικρή, ασήμαντη πόλη, μόλις τρεις χιλιάδες ουρανοξύστες με πάνω από εκατό ορόφους ο καθένας, ασήμαντη μέσα στη χιονοθύελλα. Κι έπειτα είδα το μικρό δωμάτιο. Τέσσερις ανθρωποι όλοι κι όλοι, γνωρίζονται μεταξύ τους εξήντα χρόνια και βάλε κι όμως συνεδριάζουν για εξακοσιοστή φορά μεταξύ τους, πασχίζουν να αποφασίσουν με τι τρόπο, με τι κανόνες πρέπει να συνεδριάζουν, αν πρέπει να συνεδριάζουν, δουλεύουν στο οκτακοσιοστό draft προσχέδιο της Πρότασης Διακυβέρνησης, το έγγραφο που θα αποφασίσει πώς θα διακυβερνηθούν, πώς θα διακυβερνήσουν τους τέσσερις εαυτούς τους, πώς θα αποφύγουν να δεχτούν στον αιώνα τον άπαντα έναν πέμπτο ανάμεσά τους. Ασήμαντη πόλη, ασήμαντοι άνθρωποι, πανίσχυροι, τα δάχτυλά τους είναι μικρά και λεπτά σαν καρφίτσες, τα μάτια τους έχουν μειωθεί ανεπανόρθωτα, τα χέρια τους δεν μπορούν να ξεβιδώσουν το τραπέζι τους από το πάτωμα, να το πετάξουν απ’ το παράθυρο με οργή, δεν έχουν οργή, δεν έχουν μέλλον, είναι αιώνιοι, απαράλλακτοι, δεν έχουν μέλλον.

Παραλογή 50: Γενεαλογία 

Σε όλο το σπίτι υπήρχε μόνο μια φωτογραφία. Στον μεσημβρινό τοίχο του σαλονιού. Ο πατέρας. Μεσήλιξ, σκυμένος πάνω από το πιάνο, σκεφτότανε τις παρτιτούρες που δεν είχε ακόμα συνθέσει. Πιστεύω θα το εκτιμούσε αν του πήγαινες ένα ποτήρι νερό ή κάποια άλλη θυσία ή θυμίαμα στο βωμό του. Ο πατέρας. Με τη διαφορά ότι δεν ήταν ο δικός του. Ήταν ο πατέρας άλλων, για την ακρίβεια ήταν ένας άγνωστος. Ίσως αυτός ο άγνωστος δεν είχε καν παιδιά, ίσως δεν ήταν καν πατέρας τελικά. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε μεσήλικας, σκυμένος πάνω από οποιοδήποτε πιάνο, αρκεί να εκπληρούσε τρόπον τινά την εικαστική θεματολογία «Ο πατέρας». Αυτό ήταν το θέμα του καλλιτεχνικού διαγωνισμού για μαθητές τριτάξιου γυμνασίου απ’ όπου είχε αγοράσει για ένα ευτελές ποσό πριν πολλά χρόνια το μετριότατο έργο «Ο πατέρας νούμερο 8» χωρίς να γνωρίζει και χωρίς καν να ρωτήσει ποιος απεικονίζεται. Το συζήτησε με την οικογένειά του και συμφωνήσανε πως ήταν καλή ιδέα. Έστησε το σύμβολο, το τοτέμ, το ταμπού, το φετίχ, το σκιάχτρο, το αλεξικέραυνο στο μεσημβρινό τοίχο κι αυτό αμέσως απέκτησε κύρος. Όλος ο διπλανός τοίχος ήταν κενός, χωρίς κανένα κάδρο. Τον τοίχο αυτόν τον ονόμασε «Ο βωμός». Τον χρησιμοποιούσε για να προβάλλει ισπανόφωνες ή τσέχικες ή φινλανδικές ταινίες που είχε δει τουλάχιστον τρεις φορές πριν και ήταν βέβαιος πως δεν του αρέσανε. Ήταν μια προσφορά ιερουργίας στον πατέρα. 
Τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά με το εξοχικό του σπίτι. Εκεί όλα τα δωμάτια ήταν γεμάτα φωτογραφίες. Ο πατέρας. Η μητέρα. Το παιδί. Ο πατέρας και η μητέρα. Ο πατέρας και το παιδί. Η μητέρα και το παιδί. Ο πατέρας, η μητέρα και το παιδί. Όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί. Με όλα τα δυνατά αισθήματα. Χαρά, απορία, ενθουσιασμός, λύπη, προσμονή, αναμονή, χαρμολύπη, ανία, αηδία ή απλή παρατακτική καταγραφή μπροστά στην κάμερα. Φωτογραφίες πενιχρά και αδέξια σκηνοθετημένες κι άλλες εντελώς αυθόρμητες. Φωτογραφίες με κίνηση κι άλλες με τα χέρια να κρέμονται σαν σφαχτάρια περιμένοντας να φωτογραφηθούν. Φωτογραφίες σε εσωτερικό χώρο και σε εξωτερικό χώρο, με ηλιοφάνεια ή με το φως κεριών, από εκδρομές στο πευκοδάσος του Σχοινιά, από ταξίδια στο Σάλτσμπουργκ, από απονομές βραβείων, από χοροεσπερίδες σε λέσχες μπριτζ, από παραστάσεις των Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης, από αποφοιτήσεις, από αναρριχήσεις σε βράχους, από παραθαλάσσια θέρετρα, από γυμναστικές επιδείξεις, από την επίσκεψη στο Δίον ή στο μουσείο Ακροπόλεως και στην πυραμίδα του Χέοπα. Εκατοντάδες φωτογραφίες. Τις είχε αγοράσει όλες μαζί σε ένα τσίγκινο κουτί από ένα παλαιοπωλείο πρόσφατα. Δεν ρώτησε σε ποιους ανήκανε, ο παλαιοπώλης μάλλον δεν ήξερε έτσι κι αλλιώς. Ένα πεντάευρο και χάρισμά σου, να τα ξεφορτωθώ, του είπε. Το συζήτησε με την οικογένειά του και συμφωνήσανε όλοι πως ήταν καλή ιδέα. Έτσι οι φωτογραφίες της άγνωστης οικογένειας συγκατοικήσανε άνετα στο σπίτι τους. Ήταν οι μόνες φωτογραφίες που διαθέτανε.

Παραλογή 58: Ακμάζων πολιτισμός

Η πόλη γνώρισε το απόγειο της ακμής της μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της από σεισμό 8 Ρίχτερ. Το μισό στάδιο καλύφθηκε απ’ τις κατακρημνίσεις και τις προσχώσεις, το άλλο μισό ανέβηκε άθελά του στην πλαγιά του νέου λόφου που διαμορφώθηκε απ’ τις τεκτονικές ανακατατάξεις. Το γκρεμισμένο βουλευτήριο μεταφέρθηκε εσπευσμένα - ούτε δυο αιώνες δεν χρειάστηκε για τη μεταφορά. Το τοποθετήσανε δίπλα στα ερείπια του πολιούχου ναού και παραδίπλα εναποθέσανε τα ερείπια της παλαίστρας. Τα νεκρά κτίρια εκτέθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο σε λαϊκό προσκύνημα. Οι γεροντότεροι είχαν ξεχάσει ήδη τα ονόματά τους. Εννοώ τα δικά τους ονόματα, τα ονόματα των κτιρίων, τα ονόματα των θεών που εξυπηρετούσαν (όλα αυτά τα ονόματα ήταν το ένα και το αυτό). Οι νεότεροι θυμόντουσαν ακόμα ό,τι τους συνέφερε. Στα άνδηρα έστεκαν ακόμα οι προτομές των ηρώων, αφιερωμένες από χορηγούς που προσδοκούσαν κάποτε να γίνουν κι εκείνοι προτομές. Ποτέ δεν είχαν φανεί πιο ανώφελες οι προτομές παρά τώρα που επιζήσανε. 
Ένα μεσημέρι οι πολίτες συγκεντρώθηκαν στην αχιβάδα του θεάτρου. Ο χορός δεν εμφανίστηκε. Οι υποκριτές δεν εμφανίστηκαν. Η πόλη είχε γεμίσει πορφυρούς μήκωνες, άγριους κρίνους και χαμομήλι. Δεν μπορούσε κανείς να πάει πουθενά χωρίς να ποδοπατήσει λουλούδια. Η άνοιξη πλέον τους απειλούσε, τους αποσυντόνιζε, τους εκβίαζε. Καθώς περιμένανε, ένιωθαν σαν τα σκαθάρια που έχουν αναποδογυριστεί και κουνάνε τα δεκαέξι πόδια τους αβοήθητα. Περιμένανε άδικα κάτι να εμφανιστεί απ’ τη χαρώνειο κλίμακα. Περιμένανε άδικα κάτι να εμφανιστεί στο λογείο. Απ’ το βάθος της σκηνής ακουγότανε μόνο ένας ήχος, σαν ηλεκτρονικό πιεσόμετρο που φουσκώνει και ξεφουσκώνει, σαν μηχανικός αναπνευστήρας που φουσκώνει και ξεφουσκώνει, σαν κάποιο περίπλοκο διαγνωστικό ή υποστηρικτικό όργανο που συνέχιζε να λειτουργεί αυτονομημένο με περίεργα αποθέματα ενέργειας χωρίς κανείς τεχνοκράτης να το ελέγχει.

Παραλογή 111: Τηλεοπτική συνέντευξη

Το φορητό συνεργείο ήταν ένα τεράστιο τετραγωνισμένο κατάλευκο φορτηγό σαν container στάθμευσε έξω απ’ το σπίτι μου φαινότανε μεγαλύτερο απ’ το σπίτι εκείνοι κατεβήκανε με τα όργανά τους κάμερες τηλεφακούς μικρόφωνο κι ομπρέλες φωτισμού τους προσφέραμε νερό μόνο ο ένας απ’ τους τρεις ήθελε να πιεί κι αυτός ακόμα τελικά δεν το ήπιε το ποτήρι που του δώσαμε έγιναν όλα γρήγορα δεν ξέρανε το όνομά μου δεν ξέρανε τι είχα κάνει δεν ξέρανε γιατί είναι εκεί έπρεπε να κάνουν όμως τις ερωτήσεις τους σαν να τα ήξεραν όλα η σειρά των ερωτήσεων αναμενόμενη οι απαντήσεις αναμενόμενες κι αυτές κουνούσαν το κεφάλι συγκατανευτικά είχαν ακούσει τις απαντήσεις πολύ πριν με ρωτήσουν «να έχουμε ελπίδα;» ρώτησε κάποιος απ’ τους περευρισκόμενους που παρακολουθούσε τα δρώμενα «όχι, να μην έχετε ελπίδα καμιά» απάντησε ο ένας από τους τρεις ήταν ο οπερατέρ ο δεύτερος μου ζήτησε να διαλέξω ένα βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη «κάποιο συγκεκριμένο;» «όποιο να ‘ναι, όσο πιο χοντρό τόσο καλύτερα» μου ζήτησε να το ανοίξω και να το φυλλομετρώ μου απαγόρευσε να το διαβάσω μόνο να το φυλλομετρώ έτσι μπράβο, έξοχα δεν άξιζε να το διαβάζω έτσι κι αλλιώς ήταν μια παλιά πραγματεία φαρμακολογίας όλα όσα έγραφε είχαν ξεπεραστεί προ πολλού αλλά ήταν χοντρή κι έκανε τη δουλειά της μετά με κάθισαν στο γραφείο «καθίστε άνετα και φυσικά» μου είπαν να πληκτρολογώ στον υπολογιστή «μα είναι σβηστός» «δεν πειράζει, κάντε πως πληκτρολογείτε και σκέφτεστε» «τι να σκέφτομαι;» «τίποτα, να μην σκέφτεστε τίποτα, απλώς να κάνετε πως σκέφτεστε» έκανα πως σκέφτομαι κι έκανα πως πληκτρολογώ δήθεν πληκτρολόγησα πολλά γράμματα χωρίς να πληκτρολογώ τίποτα φοβήθηκα πως θα γίνει αντιληπτό αυτό σκέφτηκα (κι ας μην έπρεπε να σκεφτώ) σκέφτηκα να πληκτρολογήσω κάτι συγκεκριμένο για να έχω κάποιο σκοπό άρχισα να πληκτρολογώ Τ-Ι-Π-Ο-Τ-Α Τ-Ι-Π-Ο-Τ-Α Τ-Ι-Π-Ο-Τ «τέλεια, αρκετά, stop» είχαν συλλέξει αρκετό τηλεοπτικό υλικό τα μαζέψανε όλα τόσο γρήγορα όσο τα είχαν στήσει καθώς φεύγανε ο παρευρισκόμενος που τους είχε ρωτήσει πιο πριν έτρεξε πίσω τους με κάποια αίσθηση απαντοχής «από εσάς εξαρτώνται πολλά», τους είπε «να μην περιμένετε τίποτα», απαντήσανε εκείνοι
Παραλογή 123: Απομνημονεύσεις για την έκτη φήμη

Εκεί σκέφτηκε πως έπρεπε να σημειώσει (για να μην το ξεχάσει) πως περπατούσε στο  δρόμο κι ο άγνωστος που ερχότανε από την αντίθετη κατεύθυνση είπε (όταν διασταυρωθήκανε) “I love your work, Sir” χωρίς κανείς τους να σταματήσει την πορεία του. Και σκέφτηκε πως έπρεπε να σημειώσει επίσης την κάρτα με την δωροεπιταγή για την όπερα, «δεν περνάει ημέρα που να μην διαπιστώνω πόσα έμαθα από εσάς». Και σκέφτηκε πως έπρεπε να σημειώσει έναν κολακευτικό πρόλογο στην ελληνική έκδοση που τον πλάσαρε με τον Κώο. Ως εκεί. Έπειτα γινότανε έκκριση εντερογαστρίνης και χολοκυστοκινίνης στον γαστρεντερικό σωλήνα του πολιτισμού. Ερχόταν στο στόμα η ακαδημαϊκή λιγούρα. Οι Εκπαιδευτές, οι Διακεκριμένοι, οι Εκ των Ένδον, οι Κρίνοντες, οι Εξουσιομανείς, οι Συνεννοούμενοι, οι Βραβευόμενοι, οι Κασαδόροι, οι Κενοτομούντες, οι Επιλεγόμενοι, οι Φωτογραφιζόμενοι, οι Κοινοποιούμενοι, οι Συμποσιάρχες, οι Χειροφιλούντες, οι Αποξένοντες, οι Γελαστοί, οι Υπομειδιόντες, οι Διαπληκτιστές, οι Υποσκάπτοντες, οι Υποβόσκοντες, οι Υποκλιθέντες, οι Εκλεγμένοι, οι Συνεντευξόμενοι, οι Προβεβλημένοι, οι Διπλωματίες, οι Θεληματίες, οι Θεληματάριοι, οι Υπερχορτοφάγοι, οι Γοργονοφάγοι, οι Λαγουμοσκάφτες, οι Γενικογραμμίζοντες, οι Περιφερειακοί, οι Κεντροκαταληψίες, οι Υπεύθυνοι, οι Ανεύθυνοι, οι Ουλαλάζοντες, οι Εισητηριούχοι, οι Εκποιούντες, οι Εκποιούμενοι, οι Δημοσκοπούντες, οι Δημοσκοπούμενοι, οι Αγορόβιοι, οι Αντιγραφείς, οι Αποδοκιμαστές, περπατούσε ανάμεσά τους κάθε μέρα κι εκείνοι δεν τον επιλέγανε στο τηλεκοντρόλ – επίτηδες. Με με την Ιουδήθ κατεβαίνε τα 800 σκαλοπάτια του Αρίλλα, η σκάλα είχε κλίση 82 μοιρών, σχεδόν κατακόρυφη, το πλάτος κάθε σκαλοπατιού ήταν μόνο 12 εκατοστά, τουτέστιν αδύνατο να κατεβαίνανε τη σκάλα, μάλλον πετάγανε οι δυο τους χεράκι χεράκι στην κατηφοριά σαν σε πίνακα του Chagal. Στις 17:31 σημείωσε την κορύφωση της βαθμοθηρίας του: «νεώτερα για τον έλεγχο προόδου, οι στόχοι θα επιτευχθούν, το 18 και 7/13 είναι εξασφαλισμένο». Στις 18:19 πέθανε. Στις 18:31 έως 19:27 το ίδιο απόγευμα σημείωνε το θρίαμβό του στο ημερολόγιο. «Arcana: Eπεκράτησα του αντιπάλου με 6-0 σετ στο πιγκ πογκ, αναλυτικά 21-8, 21-7, 21-3, 21-2, 21-15, 21-6, ακολούθησε φιλικό σετ για να χαλαρώσουμε όπου και πάλι επεκράτησα άνετα του αποθαρρυμένου αντιπάλου με 21-4». Έπειτα σημείωσε στο συμπληρωματικό σημειωματάριό του: «Arcana: Ανάσταση του Giovanni Bellini στην Gemaeldegallerie. Ο λεγεωνάριος της κουστωδίας δείχνει τον αέρα, ο Ιησούς είναι ένα σύννεφο χωρίς αυτοπεποίθηση, τί τα θέλεις, έχουν συμβεί πολλά από τότε.»    

Παραλογή 139: Παραλογή

Την πολιτεία την ονομάζουν Ηράκλειο. Δεν είναι το γνωστό Ηράκλειο, η πρωτεύουσα του νομού Ηρακλείου και της νήσου Κρήτης, εκείνη με πληθυσμό δήμου 173993 σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Την πολιτεία την ονομάζουν Ηράκλειο. Δεν μπορώ να σας πω περισσότερα για το πού βρίσκεται. Δεν μπορώ να την εντοπίσω σε κανένα χάρτη και σε κανένα κατάλογο κατοικημένων οικισμών. Αλλά υπάρχει. Ξέρω ότι δεν είναι η Bratislava, το Perpignian, το Wintertur, το Edmonton, το Zadar, το Sao Paolo, το Madras, το Marakesh, το Abu Dabi, το Samsun. Σε κάθε πόλη που πηγαίνω την συγκρίνω με το Ηράκλειο και αποφαίνομαι πως δεν είναι αυτή η πολιτεία για την οποία μιλώ. Ξέρω σαφέστατα ότι δεν είναι το γνωστό σας Ηράκλειο, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Πάντως υπάρχει.   
Κι εκείνος υπάρχει. Περπατάει νύχτα, κάπου 8 το απόγευμα για την ακρίβεια, Δεκέμβριο, σε αυτό το Ηράκλειο που δεν ξέρω τι σόι πόλη είναι και γιατί δεν την καταγράφουν οι χάρτες και οι κατάλογοι κατοικημένων οικισμών. Είναι μόνος του, ολομόναχος, δεν έχει κανένα στον κόσμο. Περπατάει στον παραλιακό πεζόδρομο που είναι σχετικά έρημος. Ένα αυτοκίνητο Fiat Panda έχει σταματήσει στα διακόσια μέτρα και μια νεαρή γυναίκα έχει βγάλει ένα καροτσάκι μωρού, λύνει το μωρό της απ’ τη θέση με τη ζώνη ασφαλείας στο πίσω κάθισμα, το παίρνει στην αγκαλιά της και το βάζει προσεκτικά στο καροτσάκι. Εκεί που είναι έτοιμη να κλειδώσει την πόρτα του αυτοκινήτου εκείνος την έχει πλησιάσει και της λέει: «Γεια σας. Το αποφάσισα. Είσαι η γυναίκα μου κι αυτό είναι το παιδί μου. Πάμε μια βόλτα, καλή μου, με το καροτσάκι, τι όμορφα κοιμάται το αγγελούδι μας». Εκείνη δεν απαντά, εξάλλου δεν έχει τι να απαντήσει σε μια τέτοια εξωφρενική δήλωση ενός άγνωστου τύπου που δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα, οπότε προτιμά να την αγνοήσει σαν να μην ειπώθηκε. Συνεχίζει μόνο να τακτοποιεί τις κουβερτούλες του μωρού, αδιαφορώντας για την παρουσία του φαντασιόπληκτου. Οπότε κι εκείνος φεύγει μόνος γιατί γνωρίζει πως δεν του επιτρέπονται πάνω από είκοσι δύο δευτερόλεπτα ευτυχία, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να πει αυτές τις εξωφρενικές 28 λέξεις.

Παραλογή 144: Κληρονομικότητα σε ξένη γη

When I died they washed me out of the turret with a hose.
Randall Jarrell, The Death of the Ball Turret Gunner 

Όταν ξεκινούσε το ταξίδι απ’ την Αυλίδα πριν από πολλά χρόνια δεν θα μπορούσε να προβλέψει πως θα παντρευτεί την Ιφιγένεια σε γήπεδο γκολφ. Εξίσου απρόβλεπτα ήταν τα χέρια της ελληνόφωνης κοπέλας που υψωμένα τα λύγιζε ο βόρειος άνεμος στην ερμητικά κλειστή αίθουσα χορού σαν ιτιά που κάμπτεται αλλά δεν ξεριζώνεται. Αυτό, αυτό μόνο να διέσωζε και να διατηρούσε εναργές στη μνήμη του, αλλά πώς; Έβρισκε αναίτια ολόσωμα αγάλματα του Ποσειδώνα με τεχνοτροπία Ammannati ή Giambologna στην ενδοχώρα που δεν είχε θάλασσα πουθενά σε ακτίνα πεντακόσια χιλιόμετρα και παραπάνω. Εξίσου η μασημένη τσίχλα έπρεπε να θαφτεί σαν τον Πολυνείκη. Εξίσου το ποδήλατο που είχαν εντοιχίσει τους σωλήνες του σαν λεπτό έντερο jejunum στον κούφιο τοίχο της κρεβατοκάμαρας. Ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου είχε γίνει πολυβολείο σε βομβαρδιστικό Β17. Τους προηγούμενους πολυβολητές τους είχαν ξεπλύνει με τη μάνικα απ’ αυτό το στενό κουβούκλι, όταν ακόμα έγραφε ποίηση ο Randall Jarrell. Ενώ τους αποσύρανε, μιλάγανε σπασμένα ελληνικά, παραδείγματος χάριν ζητούσανε τον βρώσο και τον πόσο, αντί για βρώσιν και πόσιν. Τους είχαν σπάσει το ηθικό. Πήρε τη θέση του σφηνωμένος σαν έμβρυο ανάμεσα στα βιτρώ και τις ολόσωμες τοιχογραφίες των στρατηλατών αγίων Αγαμέμνονα και Μενελάου. Ήλεγξε τα οπλικά του συστήματα. Πανέτοιμα. Let them come. Ηταν όλα τόσο άχρηστα, όλα όσα είχε κληρονομήσει. Ήταν όλα τόσο άχρηστα, όλα όσα είχε κληρονομήσει. Ήταν όλα τόσο άχρηστα, όλα όσα είχε κληρονομήσει. Για αυτό θα τα πρόσεχε και θα τα συντηρούσε σαν τα μάτια του. Let them come.  Θεέ μου, ήταν όλα τόσο άχρηστα, όλα όσα είχε κληρονομήσει. 

Παραλογή 151: Πραγματική ιστορία

Κάθισε δίπλα μου απρόσκλητος στο shuttle bus. Εξηγήθηκε αμέσως. Είμαι Αργεντίνος, είπε. Εσεις; Στη Νέα Υόρκη, ε; Και το όνομα; Ακούγεται ελληνικό. Και το δικό μου τελειώνει επίσης σε –is. Το επίθετο εννοώ. Είμαι Εβραίος, αλλά ίσως ελληνικής καταγωγής. Πάντως διωχτήκαμε κάποτε. Ίσως στα 1400. Στα 1500 πήγαμε στη Ρουμανία. Κι από εκεί γίναμε Βοημοί κι έπειτα πάλι κατατρεγμένοι γίναμε Ισπανοί κι έπειτα βρεθήκαμε στη Λα Πλάτα, αρχικά στο Montevideo. Είναι όμορφο το Μπουένος Άϊρες. Το στέκι μου στη Bay Area είναι ένα γαλλικό εστιατόριο, πίσω απ’ τη ρωσική συνοικία του Σαν Φρανσίσκο. Αν θέλετε ένα περιβάλλον που να κερδίσετε την εύνοια κάποιας εκλεκτής νεαράς, το συνιστώ. Πλησιάζουμε στην στάση. Θα ήταν καλό να συναντηθούμε πάλι. Για brainstorming. Θα σας γράψω το όνομά μου. Να, εδώ, βρήκα ένα χαρτάκι. Και το γαλλικό εστιατόριο επίσης, είναι από τη Rennes η ιδιοκτήτρια, το αγόρασε από έναν Ουκρανό που είχε συνεταιριστεί με έναν Αυστραλό, έχει αφήσει στην είσοδο του εστιατορίου έναν χάρτη σε χαρακτικό του 1665 όπου καταγράφεται ως υπόσχεση μια άγνωστη χώρα, Terra Incognita Australensis. Ναι, το μικρό μου όνομα, όπως βλέπετε είναι ιταλικό. Και το επίθετο ίσως ελληνικό, όπως σας εξήγησα. Να, αυτός είμαι.
      Διάβασα το όνομά του που είχε γράψει:
Kozimiro Abdullah

Παραλογή 166: Δύο τρόποι για το τελείωμα

Πρώτος τρόπος: Reputatio da capo
Η πόλη ήταν ένα Terminus – δύσκολα έφτανες σε αυτήν, ακόμα δυσκολότερα έφευγες. Ο ένας και μοναδικός δρόμος ετοιμαζότανε εδώ και πολλές δεκαετίες. Κάθε χρόνο ήταν πιο ανέτοιμος, κάθε χρόνο χειροτέρευε. Νέα χάσματα, ρωγμές κι υάκινθοι προσφέρανε καινούργια εμπόδια. Ο δρόμος δεν είχε καν αποδεχτεί ποτέ πως ήταν δρόμος. Είχε ανέκαθεν διαφωνήσει με όσους τον είχαν χαράξει ιδεατά κι είχε διαφοροποιήσει τη θέση του. Δεν θα δεχόταν να οδηγήσει κανέναν πουθενά. Ας χανότανε ο καθένας μόνος του. Όσο μπορούσε καλύτερα. Για αυτό και μάταια τα φωσφοριζέ σημάδια, τα τροχειοδεικτικά, οι απαλλοτριώσεις, οι διευρύνσεις των στενωπών, οι παραδόπιστοι χάρτες με τις ήδιστες κατατοπιστικές θηλυκές φωνές, οι λανθασμένες οδηγίες, οι ανενημέρωτες εγκυκλοπαίδιες, οι παραπλανητικές σημάνσεις, οι περιττές επισημάνσεις. Ο δρόμος τα είχε όλα αρνηθεί, ήταν μια φήμη, μια ανυπόστατη, τερατώδης, ασελγής φήμη. Η πόλη ήταν ένα Terminus. Αν κάποιος παρ’ ελπίδα έφτανε ποτέ σ’ αυτήν, δεν θα μπορούσε να φύγει. Αν κάποιος έφευγε, δεν θα παραδεχότανε ποτέ πως κάποτε είχε φτάσει. Δεν υπήρχε πιο πέρα, ούτε πιο κοντά. Υπήρχε μόνο η πόλη. Η αρχή και το τέλος του δρόμου που δεν αποδέχτηκε ποτέ πως ήταν δρόμος. Ήταν όλα μια φήμη, μια ανυπόστατη, τερατώδης, ασελγής φήμη. 

Δεύτερος τρόπος: Μείνε μαζί μου
Η πόλη δεν είχε να του προσφέρει πολλά. Για την ακρίβεια, η πόλη δεν είχε να του προσφέρει τίποτα. Καθώς βάδιζε, άκουγε την ίδια σύντομη φράση να επαναλαμβάνεται παραινετική, ζεστή και δεσμευτική σε μια εντελώς άγνωστη γλώσσα. Το μόνο που καταλάβαινε είναι ότι αυτές οι δυσμετάφραστες λέξεις σε αυτήν την αμετάφραστη, αχαρτογράφητη διάλεκτο σήμαιναν «Μείνε μαζί  μου». Ήταν βέβαιος για αυτό. Η πόλη δεν είχε να του προσφέρει τίποτα. Ό,τι και να έβλεπε, κάπου αλλού υπήρχε καλύτερο, αρτιότερο, καθαρότερο, ανθεκτικότερο, σοβαρότερο, σημαντικότερο. Κι εκείνος ήταν ορκισμένος κυνηγός και υμνητής του καλού, του άρτιου, του καθαρού, του ανθεκτικού, του σοβαρού, του σημαντικού. Όμως αυτή η φράση, ειπωμένη σε ακαταλαβίστικους ήχους, με περίεργα άσπιλα λάμδα και στρογγυλά σίγμα να αναδύονται ανάμεσα σε βιαστικά μισοειπωμένα φωνήεντα έμοιαζε πρωτότυπη και πειστική. Ειδικά το πρώτο λάμδα με το οποίο τελείωνε η πρώτη λέξη σαν χορεύτρια που πειράται ένα βήμα πάνω από τον γκρεμό ενώ το υπόλοιπο σώμα παραμένει στέρεα δεμένο στο έδαφος, αυτό το διερευνητικό λάμδα δεν τον άφηνε με τίποτα να φύγει. Άρα υπέθετε πως η πρώτη λέξη (η πρώτη λέξη που μάθαινε ποτέ άνθρωπος από αυτήν την αδίδακτη διάλεκτο) σήμαινε «μείνε». Κι έπειτα το σίγμα που συμπίεζε δυο φωνήεντα στη δεύτερη λέξη, όπως ανοίγεις ένα παράθυρο στην μικρή κάμαρα και παραμερίζεις τις κουρτίνες για να μπει ο ήλιος το πρωί, ήταν βέβαιος πως σήμαινε «μαζί μου». Μείνε συν μαζί μου. Μείνε μαζί μου. Ήταν σαφές τι του ζητούσε. Να ξεχάσει τη γλώσσα του, να παραδεχτεί πως αυτή η παράδοξη κι ανοίκια αλληλουχία ηχισμών και ακατανόητων τονισμών ήταν ανέκαθεν η αυθεντική γλώσσα που θα έπρεπε από νήπιο κιόλας να μιλάει. Η γλώσσα των άγνωστων προγόνων του που αγνοούσε, αλλά θα μάθαινε ποιοι ήταν. Η γλώσσα των άγνωστων παιδιών του που αγνοούσε, αλλά θα μάθαινε ποια είναι. Μείνε μαζί μου.       


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ντοκιμαντέρ "Φεστιβάλ Ηραία-Πυθαγόρεια - Το αποτύπωμα μιας ουτοπίας"

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ